- ηὔδα
- ηὔδᾱ , αὐδάωutter soundsimperf ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ηὐδάσατο — ηὐδά̱σατο , αὐδάομαι utter sounds aor ind mp 3rd sg (doric aeolic) ηὐδά̱σατο , αὐδάω utter sounds aor ind mid 3rd sg (doric aeolic) αὐδάζομαι cry out aor ind mid 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ηὐδάτην — ηὐδά̱την , αὐδάω utter sounds imperf ind act 3rd dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ηὔδας — ηὔδᾱς , αὐδάω utter sounds imperf ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ARMA — I. ARMA Arma, clamor militaris concitantis se aliosque ad arma apud Stat. Theb. l. 7. v. 135. Arma, arma insani, sua quisque, ignotaque nullo More rapit. Et l. 11. v. 305. Arma, Arma prius famuli etc. Sic Virg. Aen. l. 2. v. 668. Arma viri, ferte … Hofmann J. Lexicon universale
αντίος — ἀντίος, α, ον (Α) 1. αυτός που βρίσκεται απέναντι σε κάποιον άλλο 2. εκείνος που βρίσκεται σε αντίθεση με κάποιον άλλο, ο αντίθετος 3. ο ευθύς (σε αντίθεση με τον πλάγιο) 4. (το ουδ. ως επίρρ.) ἀντίον κ. ἀντία α) ενώπιον, πρόσωπο με πρόσωπο θ)… … Dictionary of Greek
εξεναρίζω — ἐξεναρίζω (Α) 1. σκυλεύω, αφαιρώ τα όπλα σκοτωμένου αντιπάλου («τεύχεά τ ἐξενάριξε καὶ εὐχόμενος ἔπος ηὔδα», Ομ. Ιλ.) 2. σκοτώνω («τὸν μὲν ἄρ ἐξενάριξε», Ησίοδ.) … Dictionary of Greek
πώς — πῶς ΝΜΑ 1. (στην αρχή ευθείας ερώτησης με τροπική σημασία προκειμένου να δηλώσει απορία, έκπληξη, θαυμασμό, δυσαρέσκεια, αμφιβολία) με ποιον τρόπο; (α. «πώς να συμπληρώσω αυτή την αίτηση;» β. «πώς δεν αρρώστησες ύστερα από τόση ταλαιπωρία!» γ.… … Dictionary of Greek